- σωματάκι
- το, Ν [σώμα, -ατος]υποκορ.1. μικρό σώμα, κορμάκι2. λεπτό, κομψό, χαριτωμένο σώμα («έχει ένα σωματάκι εξαίσιο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορμάκι — το (Μ κορμάκιν) [κορμί] (θωπευτικά) μικρό κορμί, σωματάκι νεοελλ. εφαρμοστό ρούχο γυμναστικής ή μπαλέτου … Dictionary of Greek
σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek